- νοησιοκρατικός
- -ή, -ό [νοησιοκρατία]νοησιαρχικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νοησιοκρατικός — ή, ό βλ. νοησιαρχικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θεολογία — Η επιστήμη της χριστιανικής θρησκείας που επιζητεί να διασαφηνίσει θεωρητικά το δογματικό περιεχόμενο του χριστιανισμού και να κατοχυρώσει την ιστορική του αξία. H θ. πρέπει να διαχωρίζεται από την επιστήμη της θρησκειολογίας, η οποία έχει… … Dictionary of Greek
θεολόγια — Η επιστήμη της χριστιανικής θρησκείας που επιζητεί να διασαφηνίσει θεωρητικά το δογματικό περιεχόμενο του χριστιανισμού και να κατοχυρώσει την ιστορική του αξία. H θ. πρέπει να διαχωρίζεται από την επιστήμη της θρησκειολογίας, η οποία έχει… … Dictionary of Greek
νοησιαρχικός — ή, ό [νοησιαρχία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νοησιαρχία, αλλ. νοησιοκρατικός … Dictionary of Greek
νοησιαρχικός — νοησιαρχικός, ή, ό και νοησιοκρατικός, ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νοησιαρχία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)